Αρχική Κλείσιμο

Απεικονίσεις του αθηναϊκού τοπίου τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα

Περίληψη

Αφορμή για το παρόν άρθρο έδωσε ένας πίνακας του Μουσείου Μπενάκη με τον τίτλο Άρκτος ορχουμένη εν Αθήναις που φέρει την υπογραφή «Λ. Μπρούσκος» και χρονολογία 1891. Απεικονίζεται ένα λαϊκό θέαμα μπροστά στους Αέρηδες στην Πλάκα: ένας φουστανελοφόρος διασκεδάζει με μια αρκούδα τους περαστικούς, οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Ο άγνωστος κατά τα άλλα καλλιτέχνης αποδίδει ρεαλιστικά μια σκηνή από την αθηναϊκή ζωή, με τρόπο που ανταποκρίνεται στην περιγραφή του θεάματος από το Μιχαήλ Μητσάκη στο διήγημά του Αρκούδα (1893).
Στον αντίποδα του έργου του Μπρούσκου βρίσκονται δύο έργα του Παύλου Μαθιόπουλου Οδός Πανεπιστημίου (1896) και Η οδός Βασιλίσσης Σοφίας μετά τη βροχή (περ. 1900) που αποτυπώνουν, φευγαλέα, στιγμιότυπα σε μια μεγαλούπολη με πλατιές λεωφόρους που θυμίζει περισσότερο γαλλικό βουλεβάρτο. Έτσι, ο Μπρούσκος αποδίδει μια πολύμορφη κοινωνία συνδεδεμένη με το παρελθόν, ενώ ο Μαθιόπουλος το εξευρωπαϊσμένο πρόσωπο της Αθήνας. Τα έργα τους, σχεδόν σύγχρονα, δείχνουν το διαφορετικό τρόπο πρόσληψης του αθηναϊκού τοπίου, και έδωσαν το έναυσμα να ερευνηθεί η στάση των καλλιτεχνών στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, όταν ήταν έντονη η αστικοποίηση.
Είναι γνωστό ότι μετά την ανεξαρτησία, το ελληνικό τοπίο αποδόθηκε από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες ως αρχαιολογικός τόπος και όχι ως αστικό τοπίο. Όσο αναπτυσσόταν η Αθήνα, ενσωματώνονταν στις πανοραμικές της απόψεις τα δημόσια εμβληματικά της κτίρια, αντιπαραβάλλοντας το παρελθόν με το παρόν. Στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες του Χαρίλαου Τρικούπη και στους νέους ρυθμούς της αστικής ζωής ανταποκρίνονται λογοτέχνες, όπως ο Μιχαήλ Μητσάκης και ο Εμμανουήλ Ροϊδης, αλλά στη ζωγραφική δεν βρέθηκαν “αθηναιογράφοι”. Επικρατούσε η ηθογραφική ζωγραφική που αποδίδει σκηνές από την καθημερινή ζωή, εξιδανικευμένη και απαλλαγμένη από κάθε τι αιχμηρό και αρνητικό, ενώ δεν αποδίδει ποτέ τον τρόπο διασκέδασης των αστών σε δημόσιους χώρους, όπως είχε εισηγηθεί ο ιμπρεσιονισμός. Έτσι, καθήλωσε τη νεοελληνική κοινωνία σε ένα ναρκισσισμό. Ακόμη κι όταν απεικονίζονται σκηνές γαλλικής κομψότητας, όπως στην Αθηναϊκή νύκτα του Ιακώβου Ρίζου, η παράδοση καραδοκεί.
Ο μόνος καλλιτέχνης που αποτυπώνει σκηνές από την καθημερινή ζωή στην Αθήνα ρεαλιστικά και χωρίς πρόθεση εξιδανίκευσης είναι ο Επτανήσιος Νικόλαος Ξυδιάς. Παρουσιάζονται τρία έργα του: Αναφιώτικα, Καφενείο στην Πλατεία Βάθης και Ο καλλιτέχνης ζωγραφίζει στην περιοχή του Αγίου Παύλου. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, δεν απεικονίζεται η δραστηριότητα και η διασκέδαση των πλούσιων αστών αλλά του απλού λαού. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η πολύπλοκη αστική ζωή δεν μεταπλάστηκε εικαστικά από τους Έλληνες ζωγράφους. Τα έργα του Μαθιόπουλου που δεν απεικόνιζαν τις πατροπαράδοτες ηθικές αξίες δέχτηκαν αρνητική κριτική. Πέρα απ’ αυτό όμως, η Αθήνα, παρά τον εξευρωπαϊσμό της στη στροφή του 19ου προς τον 20ό αιώνα, διατηρεί αγροτικά χαρακτηριστικά που μεταφέρουν οι επαρχιώτες από την ελληνική ύπαιθρο που λαθροβιούν στις γειτονιές της. Οι Αθηναϊκοί περίπατοι του Εμμανουήλ Ροΐδη περιγράφουν εικόνες αθλιότητας δίπλα στα μεγαλόπρεπα κτήρια.