Tradition and Romanization in the monumental landscape of Athens

Summary

Παράδοση και εκρωµαϊσµός στη µνηµειακή µορφή της Αθήνας
 
Οι σχέσεις της Αθήνας µε τη Ρώµη που χρονολογούνται, όπως είναι γνωστό, από το 200 π.Χ., καλλιεργήθηκαν και διατηρήθηκαν σχεδόν ανέφελες για πάνω από έναν αιώνα. Οι µιθριδατικοί πόλεµοι και η καταστροφή της Αθήνας από τον Σύλλα το 86 π.Χ. µόνο προσωρινά ανέ-κοψαν τις σχέσεις της µε τη Ρώµη, οι οποίες σιγά σιγά άρχισαν να αποκαθίστανται. Η παρακµή του εµπορίου στη .ήλο προκάλεσε τη µετεγκατάσταση Ιταλών στην Αθήνα και από τη δεκαετία του 60 άρχισε να εισρέει ρωµαϊκό χρήµα στην Αττική για την αποκατάσταση των ζη-µιών της καθώς και για νέα οικοδοµικά προγράµµατα.
Με δεδοµένη την πρόοδο του εκρωµαϊσµού της Αθήνας σε πολιτικό και οικονοµικό επίπεδο είναι αναπόφευκτο να αναρωτηθούµε αν και κατά πόσο η µνηµειακή µορφή της πόλης και η τέχνη της µεταβλήθηκαν κάτω από την επίδραση νέων στοιχείων. Ο έντονα κλασικιστικός χαρακτήρας στην καλλιτεχνική δηµιουργία της κατά τον 1ο αι. π.Χ. και τα αυτοκρατορικά χρόνια, και ιδιαίτερα στα προϊόντα της από µάρµαρο, συνδέεται αφενός µε τη µακρόχρονη παράδοση της πόλης στον καλλιτεχνικό τοµέα και αφετέρου µε τις προτιµήσεις που έδειχναν οι ίδιοι οι αποδέκτες των έργων αυτών, που ήταν κατά κύριο λόγο πλούσιοι Ρωµαίοι αριστοκράτες. Τα έργα αυτά, που εντάσσονται στη λεγόµενη νεοαττική παραγωγή, αποτέλεσαν, µε κάποιες εξαιρέσεις και για πολλές δεκαετίες την αιχµή στην έρευνα της αττικής τέχνης των χρόνων αυτών. Το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε κυρίως σε αυτό που η Αθήνα – λόγω του κύρους που ασκούσε ως η κατεξοχήν πόλη του πνεύµατος και του πολιτισµού – είχε να προσφέρει στους πάτρωνες και θαυµαστές της. Αν ωστόσο θελήσουµε να θέσουµε ερωτήµατα σχετικά µε τον «εκρωµαϊσµό», ή, πιο σωστά, µε τη διαδικασία προ-σαρµογής της Αθήνας σε ρωµαϊκά πρότυπα στο πλαίσιο της ενσωµάτωσής της στο σύστηµα της αυτοκρατορίας, θα πρέπει να στραφούµε σε άλλα µνηµειακά κατάλοιπα προκειµένου να ανιχνεύσουµε αλλαγές στη µορφή και την τέχνη της που σχετίζονται µε την πολιτική βούληση των νέων πατρώνων της αλλά και µε την προσαρµογή των ίδιων των Αθηναίων στα νέα δεδοµένα. Ως το τέλος της ελληνιστικής εποχής, η ρωµαϊκή διείσδυση στην Αθήνα γίνεται µε δειλά βήµατα. Η θεά Ρώµη, που είναι εξάλλου θεά ελληνικής επινόησης, εµφανίζεται σε οικεία για τους Έλληνες µορφή και εγκαθίσταται δίπλα σε προϋπάρχουσες θεότητες. Αλλά και στα οικοδοµικά προγράµµατα που αναλαµβάνονται ως δωρεές είτε από µονάρχες της Ανατολής (Ωδείο Αριοβαρζάνη Β΄ της Καππαδοκίας) είτε από Ρωµαίους στρατηγούς (εµπορική Αγορά του Καίσαρα και του Αυγούστου), η διατήρηση της παράδοσης είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Η Αθήνα συντηρεί και προβάλλει την αρχαία κληρονοµιά της, αφού µέσα από αυτήν ελκύει την προσοχή των ισχυρών της εποχής, και οι νέοι της πάτρωνες από την πλευρά τους σέβονται την παράδοση και ανταποκρίνονται στην πρόκληση αυτή χρησιµοποιώντας το κύρος της πόλης για τις δικές τους επιδιώξεις. Η ρωµαϊκή παρουσία και ισχύς εκφράζονται ωστόσο άµεσα µε το «βήµα» των Ρωµαίων στρατηγών εµπρός από τη στοά του Αττάλου. Εξάλλου, την εµφάνισή τους κάνουν και ανδριάντες Ρωµαίων στρατηγών που πιθανόν εισήγαγαν στην Αθήνα το νέο στιλ των πορτρέτων της Ρώµης µε τον έντονο ρεαλιστικό χαρακτήρα. Η εποχή του Αυγούστου ανοίγει χωρίς αµφιβολία µια νέα σελίδα για τον πολεοδοµικό και αρχιτεκτονικό εξωραϊσµό της πόλης, αφού η Αθήνα απολαµβάνει µιας ιδιαίτερης µεταχείρισης εκ µέρους του αυτοκρατορικού οίκου. Τα οικοδοµικά προγράµµατα τα διακρίνουµε σε δύο κυρίως µεγάλες κατηγορίες: σε αυτά που σχεδιάζονται και εκτελούνται από την πόλη (ορισµένες φορές µε ρωµαϊκή χρηµατοδότηση) και σε εκείνα που οφείλονται στην παρέµβαση της κεντρικής εξουσίας. Στα πρώτα συγκαταλέγονται λ.χ. η εµπορική Αγορά, ο µονόπτερος της Ακρόπολης σε συνδυασµό µε την επισκευή του Ερεχθείου, ο δίδυµος σηκός πίσω από τη στοά του Ελευθερίου Διός και πολλά άλλα. Οι κατασκευές είναι σχετικά χαµηλού κόστους και περιορισµένης πολυτέλειας, διακρίνονται όµως για τις άµεσες και σαφείς αναφορές τους στην κλασική παράδοση. Η νέα, αυτοκρατορική λατρεία γίνεται γρήγορα αποδεκτή στην Ακρόπολη και την Αγορά, αλλά εγκαθίσταται σε κτίσµατα µικρά και σε καµιά περίπτωση ανταγωνιστικά προς τους ναούς των θεών. Σε ό,τι αφορά τον µονόπτερο της Ακρόπολης θεωρώ ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος η αρχιτεκτονική του µορφή να συσχετιστεί µε πρότυπα της Ρώµης. Επίσης σε ότι αφορά τη λειτουργία του εντάσσεται στην παράδοση των κυκλικών κτιρίων (θόλων και µονόπτερων) του ελληνικού χώρου, τα οποία συνδέονται σε αρκετές περιπτώσεις µε λατρείες, συνήθως ηρωικές, ορισµένες φορές στέγασαν όµως, όπως φαίνεται, και τη λατρεία των αυτοκρατόρων, όπως πληροφορούµαστε από τον Παυσανία για την περίπτωση της ΄Ηλιδος. Η δεύτερη κατηγορία οικοδοµικών προγραµµάτων, δηλαδή αυτών που αναλαµβάνονται από τον αυτοκρατορικό οίκο και ειδικότερα από τον Αγρίππα, είναι αυτή που θα σφραγίσει τη φυσιογνωµία του παλαιού πολιτικού της κέντρου. Στην περίπτωση αυτή η κλίµακα, η πολυτέλεια και η προβεβληµένη θέση των κτιρίων αντιστοιχούν στις δυνατότητες της κεντρικής εξουσίας για δαπάνες που ξεπερνούν κατά πολύ αυτές της πόλης είτε πρόκειται για νέα κτίσµατα, όπως το .δείο και η βορειοανατολική ιωνική στοά, είτε πρόκειται για µεταφορά ολόλιθων κτιρίων, όπως ο ναός και ο βωµός του Άρη. Η κατάληψη, εξάλλου, της κεντρικής πλατείας της Αγοράς που επί αιώνες είχε παραµείνει ελεύθερη, από τον όγκο του .δείου και του δωρικού ναού, προκειµένου να εξυπηρετηθεί το ρωµαϊκό πρόγραµµα, είναι ενδεικτική για το ρόλο της κεντρικής εξουσίας ακόµη και σε µία «ελεύθερη», ελληνική πόλη. Τα ίδια τα κτίρια, µέσω της µορφής και της λειτουργίας τους αναφέρονται περισσότερο ή λιγότερο άµεσα στο κλασικό παρελθόν της. Εισάγουν ωστόσο µε τη µελετηµένη χωροθέτησή τους τη ρωµαϊκή χωρο-οργανωτική αντίληψη και διακηρύσσουν µε σαφήνεια τη δύναµη του δωρητή και νέου ευεργέτη της πόλης. Μέσα στον κλασικό ναό λατρεύεται τώρα ο 'Aρης-Mars, ως θεός που εκπροσωπεί το ρωµαϊκό Ιmperium, κατά πάσα πιθανότητα όµως µαζί και µε την Αθηνά, τη µεγάλη θεά της πόλης. Στην εποχή του Αυγούστου ο εκρωµαϊσµός γίνεται πράγµατι αισθητός στο πολιτικό κέντρο της Αθήνας. Εµφανίζεται ωστόσο µε σχετικώς ήπιο τρόπο ή, διαφορετικά, συγκαλύπτεται µε τη χρησιµοποίηση κλασικών χαρακτηριστικών, για δύο -πιστεύω- λόγους. Οι αναφορές στο κλασικό παρελθόν είναι αφενός σύµφωνες µε τις επιδιώξεις των Αθηναίων, που για αιώνες αντλούσαν από αυτό και εξακολούθησαν ακόµη και τώρα µε το νέο καθεστώς να εµµένουν σθεναρά στη συντήρηση και προβολή του. Από την άλλη όµως η αρχαία παράδοση της Αθήνας και η προτίµηση για τα κλασικά πρότυπα που συνδέονται µε αυτήν εντάσσονται στο πρόγραµµα της ίδιας της κεντρικής εξουσίας. Στην πολιτική του Αυγούστου απέναντι στην ελληνική Ανατολή η Αθήνα κατείχε, ως γνωστόν, εξέχουσα θέση. Σε ποιο βαθµό µάλιστα η πόλη αυτή εξαιτίας του αρχαίου κύρους και της αξίας της λειτούργησε ως πρότυπό του γίνεται προφανές από την κλασικιστική και εν πολλοίς αθηνοκεντρική τέχνη της αυγούστειας Ρώµης, όπως δείχνουν τα κρατικά µνηµεία της πρωτεύουσας.